τριταλαντιαῖος

τριταλαντιαῖος
τρῐτᾰλαντ-ῐαῖος, α, ον,
A holding three talents,

ἀγγεῖα Plu.Aem.33

; capable of throwing a weight of three talents, [ὄργανον] Ph.Bel.51.44.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριταλαντιαίος — αία, ον, Α (για αγγείο) αυτός που χωράει χρηματικό ποσό τριών ταλάντων («οἱ τὸ χρυσοῡν νόμισμα φέροντες, εἰς ἀγγεῑα τριταλαντιαῑα μεμερισμένον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτάλαντος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • τριταλαντιαίου — τριταλαντιαί̱ου , τριτάλαντος of three talents masc/neut gen sg τριταλαντιαῖος holding three talents masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”